ξερονήσι

ξερονήσι
το
1. μικρό νησί χωρίς νερό και βλάστηση
2. νησί έρημο, ακατοίκητο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξερονήσι — το νησί χωρίς νερό ή χωρίς βλάστηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πεταλιοί — Συγκρότημα νησιών του νότιου Ευβοϊκού Κόλπου, σε απόσταση 8 μιλίων από τον όρμο της Καρύστου. Πρόκειται για τα μικρά νησιά Μεγαλονήσι, Ξερονήσι, Φούντη, Τραγονήσι ή Τράγος, Λαμπερούσες και Αβγό (συνολική έκταση 17,20 τ. χλμ.). Στα χρόνια της… …   Dictionary of Greek

  • βραχονήσι — το βραχώδες νησί, ξερονήσι …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • πετρόνησο — το ερημονήσι, ξερονήσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”